μετασχεσις

μετασχεσις
    μετάσχεσις
    μετά-σχεσις
    -εως ἥ причастность
    

(τινος Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μετασχεσις" в других словарях:

  • μετάσχεσις — μετάσχεσις, ἡ (Α) [μετέχω] μέθεξη, συμμετοχή («οὐκ ἔχεις ἀλλην τινὰ αἰτίαν τοῡ δύο γενέσθαι ἀλλ ἤ τὴν τῆς δυάδος μετάσχεσιν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ έχω (πρβλ. κατ έχω: κατά σχεσις)] …   Dictionary of Greek

  • μετάσχεσις — participation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετασχέσει — μετάσχεσις participation fem nom/voc/acc dual (attic epic) μετασχέσεϊ , μετάσχεσις participation fem dat sg (epic) μετάσχεσις participation fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάσχεσιν — μετάσχεσις participation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»